ζωνάρι

ζωνάρι
και ζουνάρι, το (AM ζωνάριον, Μ και ζωνάριν)
1. ζώνη, πλατιά λωρίδα συνήθως από ύφασμα, με την οποία περιζώνεται η μέση και έτσι συγκρατείται το κάτω από τη μέση ρούχο, απαραίτητο άλλοτε εξάρτημα τόσο τής ανδρικής όσο και γυναικείας ενδυμασίας
νεοελλ.
1. ζωστήρας
2. φρ. α) «έχει κρεμάσει» ή έχει λύσει το ζωνάρι του για καβγά» — έχει εριστική διάθεση είναι έτοιμος για καυγά
β) «ζωνάρι τής καλογριάς» — ο Γαλαξίας
γ) «ζωνάρι τής Παναγίας ή τής κυράς ή τ' ουρανού» — το ουράνιο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + κατάλ. -αρι(ον), πρβλ. συναξ-άρι(ον), τροπάρι(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζωνάρι — το ιού 1. λουρίδα από ύφασμα ή δέρμα, με την οποία ζώνεται η μέση, για να συγκρατιέται έτσι το κάτω ρούχο (π.χ. το παντελόνι), ο ζωστήρας. 2. ό,τι μοιάζει με ζωνάρι: Στον τοίχο ύστερα από είκοσι σειρές τούβλων υπάρχει ζωνάρι από τσιμέντο κι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζώναρος — η, ο [ζωνάρι] αυτός που δεν φοράει ζωνάρι, άζωστος …   Dictionary of Greek

  • ζώστρα — η (Α ζώστρα) [ζώννυμι] νεοελλ. 1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι 2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος τής εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι αρχ. ταινία, δεσμός, αναδέσμη …   Dictionary of Greek

  • καβγάς — και καυγάς ο 1. φιλονικία, διαπληκτισμός, τσακωμός 2. φρ. «κρεμάει το ζωνάρι του για καβγά» ή «έχει λυτό το ζωνάρι του για καβγά» ζητά αφορμή διαπληκτισμού 3. παροιμ. «ο καβγάς για το πάπλωμα» για συγκαλυμμένες ιδιοτελείς βλέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • αναζώστρα — ἀναζώστρα, η Α [ἀναζώννυμι] 1. είδος επιδέσμου 2. ζώνη, ζωνάρι …   Dictionary of Greek

  • διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… …   Dictionary of Greek

  • ζουνάρι — το βλ. ζωνάρι …   Dictionary of Greek

  • ζωναράς — ο κατασκευαστής ή πωλητής ζωναριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωνάρι + κατάλ. άς, πρβλ. παπλωματ άς, ψωμ άς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”